- υποτεκμαιρομαι
- ὑποτεκμαίρομαιὑπο-τεκμαίρομαιстроить догадки, гадать Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υποτεκμαίρομαι — Α κάνω εικασίες για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τεκμαίρομαι «εικάζω, συμπεραίνω»] … Dictionary of Greek